περιοργής

περιοργής
-ές, Α
γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος.
επίρρ...
περιοργῶς
με πάρα πολλή οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ-οργής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιοργής — very angry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοργῆ — περιοργής very angry neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιοργής very angry masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιοργής very angry masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοργεῖς — περιοργής very angry masc/fem acc pl περιοργής very angry masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοργῶς — περιοργής very angry adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • περιοργώς — Α βλ. περιοργής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”